πώποκα

πώποκα
Α
(δωρ. τ.) βλ. πώποτε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πώποτε — και πώ ποτέ και πώποκα Α επίρρ. 1. (με άρνηση) ποτέ ώς τώρα («κακία οὐχ εὐρεθήσεται ἐν σοὶ πώποτε», ΠΔ.) 2. (χωρίς άρνηση) μερικές φορές, κάποτε, ενίοτε («ὅστις ἐμοῡ πώποτε ἀκηκόατε διαλεγομένου», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶ* + ποτέ (Η) / ποκά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”